- λιγυρίζω
- λιγυρίζω (Α) [λιγυρός]τραγουδώ δυνατά ή καθαρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγυρίζει — λιγυρίζω sing loud pres ind mp 2nd sg λιγυρίζω sing loud pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγυρίζοντας — λιγυρίζω sing loud pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγύρισμα — λιγύρισμα, τὸ (Μ) [λιγυρίζω] μελωδικό άσμα … Dictionary of Greek